- ὑπεροψίαν
- ὑπεροψίᾱν , ὑπεροψίαcontemptfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιτειχίζω — (Α ἐπιτειχίζω) 1. υψώνω τείχος, οχύρωμα, τειχίζω, οχυρώνω («οὐ μέντοι ἱκανόν γε ἔσται ἐπιτειχίζειν τε καὶ κωλύειν ἡμᾶς [τὸ φρούριον]», Θουκ.) αρχ. 1. αντιτάσσω, τοποθετώ απέναντι, αντιθέτως («ἐπιτειχίσαντες τῷ πλούτῳ τὴν ὑπεροψίαν», Πλούτ.) 2.… … Dictionary of Greek